γωνιόμετρο(ν)

γωνιόμετρο(ν)
τό
1) угломер; гониометр; 2) транспортир; 3) мор. секстант

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γωνιόμετρο(ν)" в других словарях:

  • γωνιόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση των γωνιών. Έχουν κατασκευαστεί διάφοροι τύποι γ., ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Για τις γωνίες των στερεών σωμάτων χρησιμοποιούνται γ. που αποτελούνται βασικά από έναν βαθμονομημένο κύκλο (ή ημικύκλιο),… …   Dictionary of Greek

  • γωνιόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση γωνιών, γνώμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνίασμα — και γώνιασμα, το [γωνιάζω] 1. τοποθέτηση κάποιου πράγματος σε γωνία 2. το να δίνει κανείς σε κάτι μορφή γωνίας 3. έλεγχος γωνίας με το γωνιόμετρο 4. κατασκευή γωνίας με το γωνιόμετρο …   Dictionary of Greek

  • γωνιογνώμονας — ο όργανο μέτρησης γωνιών, γωνιόμετρο, μοιρογνωμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γωνία + γνώμων ( ονος). Η λ. γωνιογνώμων μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μοιρογνωμόνιο — Όργανο, απλούστερο από το γωνιόμετρο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση γωνιών όταν δεν απαιτείται μεγάλη ακρίβεια. Το μ. αποτελείται από ένα ημικύκλιο ή έναν κύκλο, από διαφανές συνήθως υλικό. Μερικά έχουν δύο λεπτούς δείκτες που… …   Dictionary of Greek

  • ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… …   Dictionary of Greek

  • στέλλα — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ζῶσμα». στέλ(λ)α (II) η, Ν το γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για χάραξη γωνιών, αλλ. γονάτιο ή ψευδογνώμονας …   Dictionary of Greek

  • ψευδογνώμονας — ο, Ν τεχνολ. γωνιόμετρο αποτελούμενο από δύο κινητούς κανόνες για χάραξη γωνιών, κν. φαλτσογωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + γνώμων. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδογνώμων, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • αστρολάβος ή αστρολάβιον — Παλαιό όργανο παρατήρησης των αστέρων. Επινοήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και το αποτελούσαν ένας ή περισσότεροι κύκλοι και ένας κινητός βραχίονας που επέτρεπε τον προσδιορισμό του ύψους των ουράνιων σωμάτων. O α. στην πιο απλή μορφή του είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»